- επισκελισις
- ἐπισκέλισιςἐπι-σκέλῐσις-εως ἥ первый прыжок (пущенной в галоп лошади) Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επισκέλισις — ἐπισκέλισις, ἡ (Α) το πρώτο πήδημα τού ίππου κατά τον καλπασμό … Dictionary of Greek
ἐπισκέλισιν — ἐπισκέλισις first spring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκελίσεως — ἐπισκελίσεω̆ς , ἐπισκέλισις first spring fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)